πανθέλκτειρα
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ἡ, charmer of all, Simon.183.1.
German (Pape)
[Seite 460] ἡμερίς, ἡ, die Alles bezaubernde, Simonds. 48 (VII, 24).
Russian (Dvoretsky)
πανθέλκτειρα: adj. f всех околдовывающая (ἡμερίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πανθέλκτειρα: ἡ, ἡ πάντας καταθέλγουσα, Σιμωνίδ. (;) 179. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αυτή που θέλγει τους πάντες («πανθέλκτειρα ἡμερίς», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θελκτήρ + κατάλ. -ειρα].