γράπτης
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
English (LSJ)
γράπτου, ὁ, wrinkled, Eust.633.56.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ arruga Eust.633.56.
• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.
Greek Monolingual
ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].