ἡμεροποιός

From LSJ
Revision as of 12:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροποιός Medium diacritics: ἡμεροποιός Low diacritics: ημεροποιός Capitals: ΗΜΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēmeropoiós Transliteration B: hēmeropoios Transliteration C: imeropoios Beta Code: h(meropoio/s

English (LSJ)

ἡμεροποιόν, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροποιός: -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθοποιός, θαυματοποιός.