μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: σκᾰλεία | Medium diacritics: σκαλεία | Low diacritics: σκαλεία | Capitals: ΣΚΑΛΕΙΑ |
Transliteration A: skaleía | Transliteration B: skaleia | Transliteration C: skaleia | Beta Code: skalei/a |
ἡ, hoeing, Gp.2.24 tit.
[Seite 888] ἡ, das Behacken, Geop.
σκᾰλεία: ἡ, (σκαλεύω) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.
ἡ, Μ σκαλεύω
ελαφρά ανασκαφή του εδάφους με σκαπάνη.