κοσμήτειρα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, fem. of κοσμήτήρ, Orph.H.10.8.
II κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος, title of a female magistrate at Ephesus, SIG1228 (Ephesus, iii A. D.), CIG2823.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κοσμητήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 8. ΙΙ. ἐπὶ γυναικὸς κατεχούσης θέσιν ἄρχοντος ἐν Ἐφέσῳ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2823, 3002 καὶ 3.
Greek Monolingual
κοσμήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κοσμητήρ.
German (Pape)
ἡ, fem. zu κοσμητήρ, Orph. H. 9.8. – In Ephesus eine weibliche Obrigkeit, Inscr.