ἀριστητικός
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἀριστητική, ἀριστητικόν, fond of one's breakfast, Eup.130: Comp., Id.7.13D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾱ-]
glotón de pers. ἀ[ρ] ιστητικώτεροι ... ἡμῶν Eup.99.13.
German (Pape)
[Seite 352] der zu frühstücken pflegt, Eupol. bei B, A. p. 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητικός: -ή, -όν, «ἀριστητικός· ἀντὶ τοῦ ἔθος ἔχων ἀριστᾶν, Εὔπολις Δήμοις» Α. Β. 79, 22.