Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Full diacritics: δημιώδης | Medium diacritics: δημιώδης | Low diacritics: δημιώδης | Capitals: ΔΗΜΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: dēmiṓdēs | Transliteration B: dēmiōdēs | Transliteration C: dimiodis | Beta Code: dhmiw/dhs |
δημιῶδες, = δημώδης, Phld.Mus.p.27 K. (s.v.l.).
-ες
popularpal. utilizada en una falsa etim., Pl.Cra.419b.
δημιώδης, -ες (Α) δήμιος
ο δημώδης, αυτός που χρησιμοποιείται από τον λαό.