κλαδώδης
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
κλαδῶδες, with many κλάδοι, Sch.Nic.Th.544, Eust.1634.26.
German (Pape)
[Seite 1445] ες, voll junger Zweige, äftig, Schol. Nic. Th. 544.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.
Greek Monolingual
κλαδώδης, -ῶδες (Α) κλάδος (Ι)]
αυτός που έχει άφθονα κλαδιά.