ὀκτωκαίδεκα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl., eighteen, Hdt.2.111, etc.
German (Pape)
[Seite 317] achtzehn; Her. 2, 111, Plat. Legg. II, 666 a u. sonst.
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
dix-huit.
Étymologie: ὀκτώ, καί, δέκα.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. восемнадцать Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δεκαοκτώ, Ἡρόδ. 2. 111, κτλ.
Greek Monolingual
ὀκτωκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
άκλ. δεκαοκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + δέκα.
Greek Monotonic
ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, ο αριθμός δεκαοχτώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
eighteen, Hdt., etc.