paciencia
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Spanish > Greek
ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή
ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή
paciencia pacienciae N F :: endurance/hardiness; patience/persistence; apathy; sufferance; hardship
paciencia paciencia pacienciae N F :: tolerance/forbearance; complaisance/submissiveness; submission by prostitute