πολυπόδιον
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
τό, Dim. of πολύπους, f.l. in Philox.2.13, cf. Arist.HA550a4, 622a23.
II polypody, Polypodium vulgare, Thphr. HP 9.13.6, Dsc.4.186, etc.
German (Pape)
[Seite 669] τό, 1) dim. von πολύπους; Arist. H. A. 5, 18. 9, 37; Ath. VII, 317 d. – 2) Farrenkraut, polypodium, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πολύπους, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 9. 37, 25. ΙΙ. εἷδος πτερίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 13, 6, Διοσκ. 4. 188, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυπόδιον: τό маленький полип Arst.