γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) βιβρώσκω1. τροφή2. λεία, θήραμανεοελλ.1. δόλωμα2. διάβρωση, αποσύνθεσηαρχ.1. πληγή, καρκίνωμα2. οπή, κουφάλα του δοντιού.
Catalan: brutícia; French: saleté; Greek: ακαθαρσία, βρόμα, βρομιά, βρώμα; Ancient Greek: πινωδία, ῥυπαρία, ῥύπασμα, ῥύπον, ῥύπος, τὸ πιναρόν; Italian: sporcizia; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: sujidade; Romagnol: cacaréra; Spanish: suciedad; Turkish: kirlilik