ἐπιξενοῦμαι

From LSJ
Revision as of 14:22, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

ἐπιξενοῦμαι, ἐπιξενόομαι (AM) επίξενος
φιλοξενούμαι
μσν.
1. ταξιδεύω
2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης
αρχ.
1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)
2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο
3. έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, είμαι στενός φίλος του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», Δημοσθ.)
4. μτφ. παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα» — το μέρος που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)
5. μέσ. επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή μαρτυρία («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι
Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».