πουλβῖνον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
τό, = Lat. pulvinus, cushion, bolster, Sammelb. 1.10 (iii A.D.), dub.l. in Arr.Epict.3.23.35: also Dim. πουλβινάριον, prob. in Glossaria.
Greek Monolingual
τὸ, καὶ πουλβῖνος, ὁ, Α
1. προσκέφαλο, μαξιλάρι
2. στρώμα κρεβατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»].