μποτάκι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
το
χαμηλή μπότα, μποτίνι, που καλύπτει το πόδι ώς ή λίγο πάνω από τους αστραγάλους.
Translations
ankle boot
French: bottine; German: Stiefelette; Greek: μποτάκι; Ancient Greek: ἀρβύλη, ἀραβύλη; Hungarian: bokacsizma; Italian: stivaletto; Spanish: botín, botín ajustado; Swedish: stövlett