σύφιλη
From LSJ
Greek Monolingual
και σύφιλις, -ίλιδος, και συφιλίς, -ίδος, η, Ν
ιατρ. βαρύ αφροδίσιο νόσημα που προσβάλλει κυρίως το δέρμα, τις αρτηρίες και το νευρικό σύστημα και το οποίο μεταδίδεται στην πλειονότητα τών περιπτώσεων κατά τη σεξουαλική επαφή (α. «πρωτογενής σύφιλη» β. «δευτερογενής σύφιλη» γ. «τριτογενής σύφιλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. syphilis, σχηματισμένο από το νεολατ. ανθρωπωνύμιο Syphilus, ήρωα ποιήματος του Ιταλού Τζ. Φρακαστόρο και υποθετικό πρώτο πάσχοντα από την ασθένεια. Η λ., στον λόγιο τ. συφιλίς με τονισμό στη λήγουσα κατά τη γαλλ. προφορά, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].