τριτογενής

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

-ές / τριτογενής, -οῦς, ἡ, ΝΑ, θηλ. γεν. και -έος, Α
νεοελλ.
1. ο τρίτος κατά τη σειρά γέννησης ή δημιουργίας του
2. φρ. «τριτογενής περίοδος» ή, απλώς, «το τριτογενές» — διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου δημιουργήθηκαν οι αποθέσεις του ομώνυμου συστήματος και το οποίο αποτελεί τμήμα του καινοζωϊκού αιώνα, την προτελευταία από τις ένδεκα περιόδους, πριν από την τεταρτογενή, στις οποίες υποδιαιρείται η γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας
αρχ.
η Τριτογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. δευτερογενής].

Russian (Dvoretsky)

τρῐτογενής: οῦς ἡ HH, Her., Arph. = Τριτογένεια.