ὑπαλειπτρίς
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ὑπάλειπτρον.
German (Pape)
[Seite 1181] ίδος, ἡ, μήλη, = Folgdm, Hippocr.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
ὑπάλειπτρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαλείφω + επίθημα -τρις (πρβλ. πελεκητρίς)].