ἐγκαταμίγνυμαι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Middle Liddell
Pass. to be mixed in or be mixed with, c. dat., Isocr.
Spanish
Greek Monotonic
ἐγκαταμίγνυμαι: Παθ., συμπλέκομαι, καυγαδίζω, έρχομαι στα χέρια, με δοτ., σε Ισοκρ.