enérgicamente
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Spanish > Greek
ἀγωνιστικῶς, διατεταμένως, ἐνεργῶς, ἐντόνως, ἐπικρατέως, ἐρρωμένως, εὐρώστως, εὐσθενῶς, εὐτόνως, ἰσχυρῶς, πρακτικῶς, προχείρως, ῥωμαλέως