Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
το (Α ἀργύρωμο) αργυρώνεοελλ.1. ασήμωμα, επαργύρωση2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσηςαρχ.συνήθως στον πληθ. (-ματα)τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.