προσεμφύομαι
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
German (Pape)
[Seite 759] (s. φύω), noch dazu, noch mehr dranhangen od. festhalten, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμφύομαι: Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.
Russian (Dvoretsky)
προσεμφύομαι: (aor. 2 προσενέφυν) еще теснее примыкать iod.