εὐδιάσειστος

From LSJ
Revision as of 10:08, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάσειστος Medium diacritics: εὐδιάσειστος Low diacritics: ευδιάσειστος Capitals: ΕΥΔΙΑΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiáseistos Transliteration B: eudiaseistos Transliteration C: evdiaseistos Beta Code: eu)dia/seistos

English (LSJ)

εὐδιάσειστον,
A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch. s.v. ῥαδινόν, etc.
II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.

German (Pape)

[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.

Greek Monolingual

εὐδιάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)].