Ἀμοργῖνος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
v. Ἀμόργιος, Amorgean, Amorgosian, Suid. s.v. Σιμωνίδης Κρίνεω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
de Amorgos, amorgino Charax 48, Sud.s.u. Σιμωνίδης Κρίνεω.
Greek Monolingual
Ἀμοργῖνος, Ἀμοργίνη (Α) Ἀμοργός
ο κάτοικος της Αμοργού ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἀμοργὸς + κατάλ. -ῖνος].