πάρισος
English (LSJ)
ον,
A almost equal, evenly balanced, ἀγών, κίνδυνος, Plb.2.10.2, 5.69.8 ; π. ταῖς δυνάμεσι Id.1.13.12 ; πέλαγος π. τῷ Ποντικῷ Str.11.7.1 ; ἴση ἢ π. γε (sc. ἡ εὐθεῖα) Id.2.1.28. II in Rhet., of the clauses of a sentence, exactly balanced and even, π. καὶ ὁμοιοτέλευτον Arist. Rh.1410b1, cf. Phld. Rh.2.258 S. ; ἰσόκωλα καὶ πάρισα D.S.12.53 ; ἀντίθετα καὶ π. καὶ ὁμοιόπτωτα Plu.2.350d ; οὔτε π. τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια parallel in structure, D.H. Comp.22, cf. 23 ; ἵνα τὸ τελευταῖον κῶλον π. καὶ ἐφάμιλλον τοῖς πρὸ αὐτοῦ γένηται ib.9 ; π. σχῆμα Hermog. Meth.16.
German (Pape)
[Seite 523] fast gleich, Pol. 2, 10, 2 u. öfter, bes. τοῖς πολεμίοις, den Feinden gewachsen; Moeris erkl. es für hellenistisch, dem attischen ἀμφιδήριτος καὶ ἀγχώμαλος entsprechend; – adv. παρίσως, ungefähr; – τὰ πάρισα, in der Rhetorik, wenn mehrere Kola hinter einander gleiche Ausgänge, Endreime, gleiche Stellung der Wörter haben; καὶ ὁμοιοτέλευτον, Arist. rhet. 3, 9; καὶ ἰσόκωλα καὶ ὁμοιοτέλευτα, D. Sic. 12, 53; Sp.