ἀριπρεπής

From LSJ
Revision as of 19:11, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριπρεπής Medium diacritics: ἀριπρεπής Low diacritics: αριπρεπής Capitals: ΑΡΙΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: ariprepḗs Transliteration B: ariprepēs Transliteration C: ariprepis Beta Code: a)ripreph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω)

   A very distinguished, ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές Od.8.176; δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι . . ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Il.6.477; ἵππον ἀ. προὔχοντα 23.453; ἀ. βασιλῆες Od.8.390.    2 of things, very bright, ἔχε δ' αἰγίδα . . ἀριπρεπέα Il. 15.309; ἄστρα . . φαίνετ' ἀ. 8.556; ὄρμοι Lyr.Alex.Adesp.9.3; of a mountain, conspicuous, Νήριτον ἀ. Od.9.22; ἀ. εἶδος ἔχουσα Orph.Fr. 114: Comp., Them.Or.18.223b.    3 famous, σκῆπτρον Orph.Fr. 102. Adv. -πῶς, Ion. -πέως IG7.1684 (Plataea), etc.

German (Pape)

[Seite 351] ές, hervorragend, ausgezeichnet, schön, αἰγίς Iliad. 15, 309, χηλός Od. 8, 424, ὄρος, Νήριτον εἰνοσίφυλλον αριπρεπές 9, 22, ἵππος Iliad. 23, 453, εἶδος Od. 8, 176, βασιλῆες 8, 390, ἄστρα φαίνετ' ἀριπρεπέα Iliad. 8, 556, ἵνα τ' ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσιν 9, 441, δότε τόνδε γενέσθαι παῖδ' ἐμὸν ἀριπρεπέα Τρώεσσιν 6, 477.