ἰσχάνω
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. lengthd. form of ἴσχω (v. foreg.),
A hold in check, hinder, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387; Αἴαντ' ἰσχανέτην ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ 17.747; τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13: c. gen., keep back from, κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op.495; so in Prose, ὁ ἥλιος . . ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει). II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience... Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ . . δάκτυλον (δακτύλων codd.) πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13; μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6; ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902.
German (Pape)
[Seite 1272] verlängerte Form von ἴσχω, ἔχω (vgl. das Vorige), fest-, zurückhalten, hemmen, δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Il. 14, 386. 17, 747 Od. 19, 42; τινός, woran hindern, wovon abhalten, Hes. O. 497.