αριστοφάνειος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη
2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος
αρχ.
«ἀριστοφάνειον μέτρον» — το αναπαιστικό τετράμετρο.
Translations
Aristophanean
Czech: aristofanovský, aristofanský; French: aristophanien, aristophanique; German: aristophanisch; Greek: αριστοφανικός, αριστοφάνειος; Ancient Greek: Ἀριστοφάνειος; Hungarian: arisztophanészi; Italian: aristofaneo, aristofanio; Portuguese: aristofânico, aristofanesco; Spanish: de Aristófanes, aristofánico; Russian: аристофановский