ὀλιγήμερος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ὀλιγήμερον,
A of or lasting a few days, ζωή Hp.Art.63; πυρετοὶ -ήμεροι κτείνοντες Id.Fract.11: Comp., Id.Acut.17: Sup., Id.Art.63.
2 lasting a short time, τρῖψις prob. in Antyll. ap. Orib.10.23.16.
German (Pape)
[Seite 320] in wenig Tagen, Hippocr., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγήμερος: -ον, ὁ ἐπὶ ὀλίγας μόνον ἡμέρας διαρκῶν, ζωὴ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ὀλ. πυρετοί, οἵτινες ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν τελειώνουσι τὴν περίοδόν των, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 759. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, περὶ Ἄρθρ. 829.
Greek Monolingual
ὀλιγοήμερος και λιγοήμερος, -η, -ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες
νεοελλ.
αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακροήμερος].