ἀρχεδίκης
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer, Pind. P. 4, 110.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχεδίκης: ου ὁ исконный, т. е. законный владелец Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχεδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ ἀπ’ ἀρχῆς ἰδιοκτήτης, ὁ νόμιμος κτήτωρ, ἁμετέρων ἀποσυλᾰσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων Πινδ. Π. 4. 196.
Greek Monolingual
ἀρχεδίκης, ο (Α)
ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)].