θαλαμεύω

From LSJ
Revision as of 10:07, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",," to ",")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμεύω Medium diacritics: θαλαμεύω Low diacritics: θαλαμεύω Capitals: ΘΑΛΑΜΕΥΩ
Transliteration A: thalameúō Transliteration B: thalameuō Transliteration C: thalameyo Beta Code: qalameu/w

English (LSJ)

lead into the θάλαμος, i.e. take to wife, Hld.4.6:—Pass., of women, to be shut up, kept at home, Aristaenet.2.5; to be taken to wife, Ph.1.323.

German (Pape)

[Seite 1181] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem θάλαμος sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Tieren, in der Höhle leben, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμεύω: ὁδηγῶ εἰς τὸν θάλαμον, δηλ. λαμβάνω ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις ἕτερος θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ οἰκία, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.

Greek Monolingual

θαλαμεύω (AM) θάλαμος
μσν.
ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο
2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου
3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι
α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο
β) νυμφεύομαι.