κρασπεδόομαι
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
Pass., to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion 1423.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρασπεδόομαι [κράσπεδον] omzoomd worden.
Greek Monotonic
κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.
Middle Liddell
κρασπεδόομαι, [from κράσπεδον
Pass. to be bordered, or edged, Eur.