μισθοφορητέον
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
one must receive pay, Th.8.65, where ἄλλους is used instead of ἄλλοις, as if it had been μισθοφορεῖν δεῖ.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοφορητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μισθοφορεῖν, Θουκ. 8. 65, ἔνθα τὸ ἄλλους κεῖται ἀντὶ τοῦ ἄλλοις, ὡς εἰ ἦν μισθοφορεῖν δεῖ.
Greek Monotonic
μισθοφορητέον: ρημ. επίθ. του προηγ., κάποιος που πρέπει να λάβει μισθό, σε Θουκ.