θέρος

From LSJ
Revision as of 19:25, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρος Medium diacritics: θέρος Low diacritics: θέρος Capitals: ΘΕΡΟΣ
Transliteration A: théros Transliteration B: theros Transliteration C: theros Beta Code: qe/ros

English (LSJ)

εος, τό, (θέρω)

   A summer, χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118; οὔτ' ἐν θέρει οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12.76; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op.640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24; τοῦ θέρους Ar.Fr.463; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op.462, Pl.Phdr.276b, al.; τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph.1340; τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47; κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19; θ. μεσοῦντος about midsummer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους 4.117, cf. 2.31, 6.8; τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68.    II summerfruits, harvest, crop, θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq.392, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., θέρη crops, PFlor.150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph., πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822, cf. Ag.1655; τὸ γηγενὲς δράκοντος . . θ. E.Ba.1026; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del.298, AP10.19 (Apollonid.); also τέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d.    III Astron., τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30.    IV metaph., in an epitaph for a year of life, Supp.Epigr.2.874.4 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 1202] ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Il. 22, 151 u. öfter; χείματος οὐδὲ θέρευς Od. 7, 118; οὔτ' ἐν θέρει, οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12, 76; Hes. O. 582; νότιον Pind. frg. 54; Folgde; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς Aesch. Ag. 5; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει Soph. Ai. 656; Sommerhitze, ἐν θέρει, Ggstz ἐν ψύχει, Phil. 18; Thuc. oft, u. sonst in Prosa. – Auch = die E rn te, ὅθεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος Aesch. Pers. 808, wie Ag. 1640; τὸ γηγενὲς δράκοντος ὄφεος θέρος Eur. Bacch. 1025; sp. D., Agath. 71 (XI, 365); übertr., θέρος τὸ πρῶτον ἰούλων Callim. Del. 298; – auch in Prosa, ὁπότε θέρος μισθοῖντο ἐκθερίσαι Dem. 53, 21; vgl. B. A. 265; σταχύων Plut. Fab. 2; Strab. VI, 264.