μηλίς
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ, (μῆλον B)
A = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
μηλίς (B), ίδος, ἡ,
A a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
μηλίς (C), ίδος, ἡ,
A yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος 11.
German (Pape)
[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.