κογχίτης
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, ὁ,
A shelly marble, found near Megara, Paus. 1.44.6.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, λίθος, Muschelmarmor, mit versteinerten Muscheln, Paus. 1, 44, 6. Vgl. κογχυλιάτης.