πολυφίλητος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.
German (Pape)
[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.