τηκεδών
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A melting, of snow, D.S.1.39. II wasting away, consumption, Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.SD1.14; νούσων τακεδόνες (Dor. form) Supp.Epigr.2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.BC1.107. 2 a means for reducing one's weight, Hp.Mul.2.180. 3 putrefaction, σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.Ti.82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703.
German (Pape)
[Seite 1105] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic.