ἀπριάτην
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
[ᾰ] (ἀπριάδην read by Rhian. in Hom.), Adv. of πρίασθαι,
A without purchase-money, ἔνθα με . . ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀ. (speaking of a man) Od.14.317; so in late Prose ἥδετο ἀ. εὐωχούμενος Agath.4.22:—also as fem. of Adj. ἀπρίατος, μή με ἀπριάτην περάσαντες (sc. Δημήτερα) h.Cer.132; δόμεναι . . κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον Il.1.99: acc. pl., ἀπριάτας Pi.Fr.169.7.
German (Pape)
[Seite 338] (πρίαμαι), nicht losgekauft, umsonst, Hom. zweimal, Iliad. 1, 99 πρίν γ' άπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον, als advb. zu fassen nach Aristarch, s. Scholl. Aristonic.; Od. 14, 317 sagt Odysseus ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀπριάτην· τοῦ γὰρ φίλος υἱός κτἑ., Rhianus ἀπριάδην, s. Scholl. Didym., Krates ἥρως ἀπριάτης, s. Apollon. Lex. 39, 25. Vgl. Buttm. Lexil. I p. 16 f u. Lob. Paralip. 458.