παροράω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
aor. παρεῖδον (q.v.) : aor. Pass.
A παρώφθην D.10.8 : pf. Pass. παρῶμμαι Men.207 :—look at by the way, nolice, remark, X.Cyr.7.1.5 codd.; τινί τι something in one, Hdt.1.37,108, Ar.Av.454. II look past, i.e. overlook a thing, Arist.HA602b3 (Pass.), Machoap.Ath.6.244d, etc. 2 disregard, τοὺς νόμους Antipho 1.24, cf. X.HG7.4.21, D.18.161, etc.; cf. παρωθέω 1.1 :—Pass., τυγχάνει παρεωραμένον Arist.Metaph.995a27, cf. LXX Ec.12.14. 3 neglect, ἐν οὐδενὶ τῶν συμφερόντων παρεωράκασι τὴν σύνοδον SIG704E 20 (Delph., ii B. C.). 4 concede, OGI5.15 (Scepsis, iv B. C.), Phld. Rh.2.267 S. III see amiss, see wrong, παρακούειν ἢ παρορᾶν Pl. Tht.157e, cf. Hp.Ma.300c. IV look sideways, εἴς τινα or πρός τι, X.Smp.8.42, Cyr.7.1.4 ; εἰς τὸ πλάγιον π. μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA630b1 ; ἐπὶ τὸν ἡγούμενον Ascl.Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.
German (Pape)
[Seite 527] (s. ὁράω), 1) vorbei-, übersehen; ὀλίγον μὲν πονηρὸν παρορᾶται, πολὺ δὲ γινόμενον ἐν ὀφθαλμοῖς μᾶλλόν ἐστι, Arist. pol. 6, 4; τὰ μικρὰ τῶν ἰχθυδίων σώζεται διὰ τὸ παρορᾶσθαι, H. A. 8, 19; Pol. 5, 55, 9 u. Folgde; dah. vernachlässigen, nicht beachten, sich um Etwas nicht kümmern, νόμους παριδοῦσα, Antiph. 1, 24; τὴν κοινὴν σωτηρίαν παρόψονται, Dem. 14, 5; ταῦτα ἐαθέντα καὶ παροφθέντα ἀπώλεσε Θρᾴκην, 10, 8; παρεωρᾶσθαι καὶ ἐν ούδενὶ μέρει εἶναι, 2, 18, wo Bekker παρεῶσθαι aufgenommen; ἐρῶμεν ἀλλοτρίων, παρορῶμεν συγγενεῖς Alexis bei Ath. III, 123 e; τὴν ἀλήθειαν, Pol. 16, 20, 8. 30, 17, 4. – 2) falsch sehen, wie παρακούω; Plat. Theaet. 157 e, vgl. Hipp. mai. 300 c; Arist. de insomn. 1; vgl. Plut. adv. Stoic. 44. – 3) Einem Etwas ansehen, an ihm bemerken; τάχα γὰρ τύχοις ἂν χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, Ar. Av. 454; δειλίαν τινί, Her. 1, 37. Auch von der Seite nach Einem hinsehen, εἴς τινα, Xen. Conv. 8, 42, vgl. Cyr. 7, 1, 4 u. 5; εἰς τὸ πλάγιον παρορᾶν μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν, Arist. H. A. 9, 45; Sp.