δάφνινος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
η, ον,
A made of bay, ἔλαιον Thphr. Od.28, Dsc.1.40; of bay-wood, ὅρπηξ Call.h.Ap.1. II δάφνινον (sc. χρῶμα) PLond.3.928.13 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 525] vom Lorbeerbaume, ἔλαιον Hippocr.; χρίσμα, οἶνος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δάφνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, ἔλαιον Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1.