ἐρέβινθος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
(proparox.), ὁ,
A chick-pea, Cicer arietinum, κύαμοι ἢ ἐ. Il.13.589, cf. Pl. R.372c ; eaten as dessert, Xenoph.22.3, Ar.Pax1136, Crobyl.9, etc. ; χρύσειοι ἐ. Sapph.30 ; κριὸς ἐ., of a special variety, Sophil.8, cf.Thphr. HP8.5.1. II metaph., of the membrum virile, Ar.Ach.801, Ra. 545(lyr.) ; cf. κριθή IV. (Cf. ὄροβος, Lat. ervum.)
German (Pape)
[Seite 1022] ὁ (vgl. ὄροβος, ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Uebertr., τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέβινθος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ῥεβίθι», Λατ. cicer, Ἰλ. Ν. 589· οἱ ἐρέβινθοι ἐτρώγοντο ὡμοὶ (ὡς τὰ ἀμύγδαλα) ἢ ἡψημένοι (ὡς τὰ κάστανα), μετὰ τὸ φαγητὸν ὡς τράγημα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, κ. ἀλλ., Κρώβυλος κ. ἄλλοι παρ’ Ἀθην. 54Ε· ἐρ. καὶ κύαμοι Πλάτ. Πολ. 372C: - τὸ φυτόν, ἡ «ῥεβιθιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 3, 2, κτλ. ΙΙ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, Βάτρ. 545, Ἡσύχ., πρβλ. κριθὴ IV. (Συγγενὲς τῷ ὄροβος, Λατ. erv-um, Παλαιο-Γερμ. araw-eiz (Γερμ. erbse).)