δυσδιακόμιστος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον,
A hard to carry through, Hsch.
German (Pape)
[Seite 677] schwer durchzubringen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιακόμιστος: -ον, δυσκόλως διακομιζόμενος, Ἡσύχ.