διαχόω
From LSJ
English (LSJ)
A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97. 2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.
German (Pape)
[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.