ἐκρινέω
From LSJ
English (LSJ)
(ῥίνη)
A file away, consume, τὴν καρδίαν Alciphr.3.33.
German (Pape)
[Seite 778] ausfeilen, übertr., καρδίαν, nagen, Alciphr. 3, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρῑνέω: ῥινίζω, μεταφ. καταναλίσκω, τρώγω, ἄχρι τοῦ καὶ αὐτὴν ἐκρινῆσαι τὴν καρδίαν Ἀλκίφρων 3. 33.