εὐνάσιμος
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
ον,
A good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping-places, X.Cyn.8.4.
German (Pape)
[Seite 1082] ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνάσιμος: -ον, κατάλληλος ὅπως χρησιμεύσῃ ὡς εὐνή· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς ὕπνον, Ξεν. Κυν. 8. 4.