ἀδιάπνευστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (διαπνέω)
A not ventilated, Gal.10.745; air-tight, Asclep. ap. eund.13.159. II Act., without drawing breath, Iamb.VP31.188.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπνευστος: -ον, (διαπνέω) ὁ μὴ διαπνεόμενος, Γαλην. 10. σ. 251· ὁ μὴ ἐξατμιζόμενος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 39. ΙΙ. ἐνεργ., ἄνευ ἀναπνοῆς, ἀδιάκοπος, «χωρίς νὰ πάρῃ ἀνάσα», Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 188.