ἀδιάπνευστος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ἀδιάπνευστον, (διαπνέω)
A not ventilated, Gal.10.745; air-tight, Asclep. ap. eund.13.159.
II Act., without drawing breath, Iamb.VP31.188.
Spanish (DGE)
-ον
1 no aireado, no ventilado τὰ σώματα Gal.10.745, κλῆμα Gp.5.8.3, οἶνος νέος Sm.Ib.32.19
•del aire encerrado, comprimido, viciado Asclep. en Gal.13.159
•fig. de la fuerza en el cuerpo, Gr.Nyss.Bas.123.17.
2 fig. que ni siquiera respira, que no descansa ἀ. περὶ τὰ δυσληπτότατα τῶν θεωρημάτων Iambl.VP 188.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπνευστος: -ον, (διαπνέω) ὁ μὴ διαπνεόμενος, Γαλην. 10. σ. 251· ὁ μὴ ἐξατμιζόμενος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 39. ΙΙ. ἐνεργ., ἄνευ ἀναπνοῆς, ἀδιάκοπος, «χωρίς νὰ πάρῃ ἀνάσα», Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 188.
German (Pape)
1 nicht ausdünstend, Theophr.
2 ohne dazwischen Atem zu holen, ununterbrochen, Iambl.