γαλακτίτης

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτίτης Medium diacritics: γαλακτίτης Low diacritics: γαλακτίτης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΙΤΗΣ
Transliteration A: galaktítēs Transliteration B: galaktitēs Transliteration C: galaktitis Beta Code: galakti/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, stone

   A which makes water milky, Dsc.5.132.    II γαλακτίτης, = γαλακτίς 11, Gloss.

German (Pape)

[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.