γαλακτίτης
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, stone
A which makes water milky, Dsc.5.132. II γαλακτίτης, = γαλακτίς 11, Gloss.
German (Pape)
[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.