ἀγκιστρώδης
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ες,
A = ἀγκιστροειδής, Plb.34.3.5, D.S.5.34, Str.1.2.16.
German (Pape)
[Seite 15] = ἀγκιστροειδής, Diod. Sic. 5, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρώδης: ες· ἴδε ἐν λ. ἀγκιστροειδής, Πολύβ. 34, 3, 5. Διόδ. 5, 34. Στράβ. 1, 2, 16.